ανεξόφλητος — η, ο αυτός που δεν εξοφλήθηκε, απλήρωτος ή αυτός που δεν ανταποδόθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη γενική συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοίας] … Dictionary of Greek
ανεξόφλητος — η, ο 1. αυτός που δεν ξοφλήθηκε: Έχει τα χρέη του ανεξόφλητα. 2. εκείνος στον οποίο δεν πλήρωσε κανείς όσα οφείλει: Δεν έπρεπε να αφήσεις τον έμπορο ανεξόφλητο. 3. αυτός που δεν ανταποδόθηκε: Έχω σε σένα ανεξόφλητη μια πολύ μεγάλη χάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδοτος — η, ο (Α ἄδοτος, ον) 1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν πουλήθηκε, απούλητος 2. που δεν πληρώθηκε, απλήρωτος, ανεξόφλητος αρχ. αυτός στον οποίο δεν δόθηκε δώρο, ο χωρίς δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοτός. ΠΑΡ. μσν. ἀδοτί] … Dictionary of Greek
αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος … Dictionary of Greek
αξόφλητος — η, ο ανεξόφλητος* … Dictionary of Greek
αξόφλητος — η, ο ανεξόφλητος: Ο λογαριασμός ήταν ακόμη αξόφλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απλήρωτος — απλήρωτος, η, ο και απλέρωτος, η, ο επίρρ. α 1. ανεξόφλητος: Είχε ένα λογαριασμό απλήρωτο. 2. αυτός που δε συμπληρώθηκε: Η θέση του καθηγητή των αγγλικών στη σχολή μας είναι ακόμη απλήρωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)